Δύο χάρτες.
Ο ένας του μέσα, ο άλλος του έξω.
Μια κοινή ευθεία γραμμή ως αρμός τους.
Ο ένας υπάρχει ως προέκταση του άλλου.
Το κόκκινο χρώμα σημειώνει την εμπειρία του βαδίσματος στο άστυ.
Τα βήματα, στον κλειστό χώρο, συναντούν ως αριθμούς τα αντικείμενα θέασης και τα αναλύουν σε υπόμνημα.
Μια ψυχογεωγραφική1“χωροθεσία του βαδίσματος”2 προς μια καλύτερη αίσθηση του τόπου.
Για να αποκτήσει κανείς μια αίσθηση του τόπου θα τον περπατήσει. Θα τον παρατηρήσει. Θα ακούσει τους ήχους του. Θα αγγίξει τις υφές του. Θα χαθεί για να τον ανακαλύψει. Κάθε περιπατητής δημιουργεί μοναδικές υφές και αφηγήσεις με τις διαδρομές του στην πόλη και ψυχογεωγραφικά αποτυπώνει γραμμές σε χάρτες, που σαν ρίζες ακολουθούν τα βήματά του. Από όποια κατεύθυνση και αν έρχεται, η πορεία του, αφού ολοκληρωθεί, μεταφέρεται στο πεδίο της εμπειρίας· μέσω της ανάμνησης, η βίωση του βάδην γίνεται αφήγηση. Τα πόδια σημειώνουν, μετρούν, αισθάνονται και ερμηνεύουν· φέρνουν το έξω, μέσα. Η Μαρία Ανδρικοπούλου, ως άλλη “βοτανολόγος του πεζοδρομίου”3, στην έκθεση “Sense of place” επιχειρεί να ερμηνεύσει την εντύπωση που της αφήνει η πόλη είτε εξερευνώντας την διαδικτυακά, είτε περπατώντας. Στα έργα δεν υπάρχει κάποιο σταθερό σημείο ή χρόνος αναφοράς· οι πόλεις, οι διαδρομές, οι χάρτες, το έδαφος, τα φύλλα και οι ήχοι, ως συλλεγμένα θραύσματα, αλληλεπικαλύπτονται για να συνοψίσουν την ρητορική του τόπου. Ο Ντε Σερτώ θα γράψει, “Περπατώ σημαίνει δεν έχω τόπο. Είναι η αόριστη διεργασία τού να είμαι απών και σε αναζήτηση ενός “ίδιου””4, και η εικαστικός, περπατώντας θα συλλέξει απομεινάρια αστικής ύλης, φυτών και ήχων, θα διερωτηθεί σχετικά με το διαδικτυακό της ίχνος, θα χαράξει πορείες και θα παρατηρήσει το κάτω, σε μια προσπάθεια “ριζώματος” στον βιωμένο τόπο ή στον τόπο που εν δυνάμει θα βιωθεί. Η εμπειρία αυτής της διαρκούς μετακίνησης προδίδει τη νομαδική της ροπή· αντιλαμβάνεται την έννοια της πόλης ως έναν μη-τόπο, ο οποίος μέσω των βημάτων θα “δομηθεί” και μέσω της μνήμης θα “κατοικηθεί”.

 

Αστικό Φυτολόγιο
Το “Αστικό φυτολόγιο” δημιουργήθηκε μέσω μιας επιτελεστικής διαδικασίας συλλογής φύλλων· άλλοτε υγιών και άλλοτε άρρωστων, από φυτά και δέντρα που η εικαστικός συναντά στις διαδρομές της στον αστικό χώρο. Η Ανδρικοπούλου “πηγαίνει να βοτανολογίσει στην άσφαλτο” 5, συλλέγει φυτά που “κατοικούν” στην πόλη και μελετά την φθορά τους, ακολουθώντας τη ζωγραφικά. Το στίγμα του δέντρου ή φυτού στο οποίο ζούσε το ευρεθέν φύλλο, άλλοτε αποτυπώνεται, εν είδει υποσημείωσης, και άλλοτε μένει κρυφό. Φυτά συλλεγμένα από τρεις διαφορετικές πόλεις ή η απεικόνισή τους, αναδεικνύουν την επιθυμία της εικαστικού για ανάκτηση τόπων και παρατήρησης της φθοράς, αφού οι αρτηρίες των φύλλων
συγχέονται με αυτές των δρόμων χωρίς, όμως, ποτέ να γίνεται αντιληπτός ο τόπος συλλογής τους και το είδος τους, παρά μόνο αν διαβαστεί η υποσημείωση, εφόσον αυτή υπάρχει. Το φύλλο αφού συλλεχθεί, καταγράφεται, σχεδιάζεται ή συμπληρώνεται ζωγραφικά και σε μερικές περιπτώσεις επισυνάπτεται σε σακουλάκι αφήνοντας τον χρόνο να δράσει πάνω του. Η αρχική κατάσταση του φυτού εντροπικά μεταβάλλεται, όμως το ίχνος του παραμένει.

 

Νεκρή Φύση

Ο χρόνος της αστικής εμπειρίας, εκτός από το βίωμα της διαδρομής που φέρει μαζί του, κρατά και τη συνθήκη της φθοράς. Η εικαστικός στην προσπάθεια να την μελετήσει, γίνεται συλλέκτης δοτών και δεκτών της ασθένειας. Προς επιστέγαση αυτής της μελέτης, τοποθετεί στον χώρο το έργο με τίτλο “Νεκρή φύση”. Ένα συρτάρι γίνεται νεκροταφείο ζιζανίων, σπόρων, φύλλων και εντόμων τα οποία φέρουν, εν μέρει, την ευθύνη της νόσου των αστικών φυτών. Η έννοια του άχρονου και της ακινησίας της στιγμής της ασθένειας περιγράφεται από την κυριολεκτική σημασία του τίτλου. “Στο συρτάρι μπαίνουν έννοιες που χρησιμεύουν στην κατάταξη των γνώσεων”6, λέει ο ο Gaston Bachelard και η Α. το χρησιμοποιεί ως εγχειρίδιο της φθοράς.

 

Sense of place
Το έργο “Sense of place” αποτελεί κολλάζ ήχων που πλαισιώνει το σύνολο της έκθεσης και δομείται καθ’ ομοίωση της σύνθεσης των υπόλοιπων έργων. Θραυσματικοί ήχοι συλλέγονται με τον ίδιο τρόπο, πολλές φορές και από τον ίδιο τόπο, που συλλέγονται τα άχρηστα κομμάτια ύλης. Η Ανδρικοπούλου ως παθητικός περιηγητής, ηχογραφεί αστικές στιγμές τριών διαφορετικών πόλεων. “Τορνεύει”7 ηχότοπους από ποτάμια, λεωφορεία, αυτοκίνητα, ομιλίες, κόρνες, φύλλα, παπούτσια και τους συνθέτει με επικαλύψεις, δίνοντάς την αίσθηση μιας συνεχόμενης διαδρομής. Ο χρόνος καταγραφής τους δεν είναι ένας. Κάποιοι υπερισχύουν έναντι άλλων, ενώ μερικοί ακούγονται υπό το πρίσμα παρεμφερών ήχων. Τα ηχητικά ερεθίσματα σε μια περιπλάνηση στην πόλη είναι πολλά και κάποιοι ήχοι μένουν στην μνήμη και ακολουθούν την πορεία του περιπατητή. Μια απλή παρατήρηση αποδεικνύει ότι οι βιομηχανικοί, επαναλαμβανόμενοι, αστικοί ήχοι μοιάζουν με τους ήχους της φύσης· η Α. φέρνοντας τους (απ’)έξω, μέσα, δίνει στον επισκέπτη, τη δυνατότητα να ακούσει αυτή την ομοιότητα και να εστιάσει σε ήχους που άλλοτε θα προσπερνούσε. Είναι η βουή, τελικά, ο ήχος που υπερισχύει όλων και η λέξη που ”δομεί” την συνολική εμπειρία ενός περιπάτου σε μια πόλη;

Πέρασμα
Η Ανδρικοπούλου στο “Πέρασμα” συνθέτει ένα χρωματολόγιο εδάφους. Το φωτογραφημένο, από την εικαστικό, έδαφος, εκτυπώνεται σε πλάκες βιομηχανικού υλικού και τοποθετείται στο λείο πάτωμα της γκαλερί. Τα σιδερένια κομμάτια μπαίνουν σε διάταξη, δημιουργώντας μια εδαφική χρωματική παλέτα που στην γραμμική της διαδοχή θυμίζει την όψη των πεζοδρομίων. Η καλλιτέχνης στρέφει το βλέμμα του θεατή προς τα κάτω. Του προτείνει να περπατήσει παράλληλα με την διαδρομή που δημιουργεί και να παρατηρήσει μαζί της τις θραυσματικές υφές του εδάφους που φωτογραφίζει. Τσιμέντο, χώμα, μάρμαρο, άσφαλτος και πέτρα είναι ορισμένα από τα υλικά που αν και πατάμε καθημερινά, δύσκολα αφιερώνουμε χρόνο για να παρατηρήσουμε. Η πορώδης τους υφή και η χρωματική τους ποικιλία μοιάζει με ένα “αεροφωτογραφημένο” συνεχές τοπίο. Το έργο είναι μια “χωροθεσία του περάσματος”8 και αποτελεί μια περιγραφή του άχρονου “κάτω”· τι βρίσκεται στα πόδια του περιπατητή; πως μοιάζει το δέρμα της γης;

 

Time-Line
Στην εγκατάσταση “Time-Line” παρουσιάζονται αυτοσχέδιοι χάρτες τριών πόλεων όπως αυτές βιώθηκαν και περπατήθηκαν φυσικά ή διαδικτυακά από την εικαστικό. Από την επιτέλεση, αυτή, της περιπλάνησης προκύπτουν οι γραμμές, τα υλικά θραύσματα, τα διαδικτυακά στίγματα, τα φύλλα και οι πορείες που χαράσσονται στο έργο. Ο αστικός χώρος και χρόνος επανεγγράφεται με το σώμα του περιπατητή- καλλιτέχνη. Η γραφή τους στο διάφανο, ευαίσθητο χαρτί συνδιαλέγεται με τη στιβαρή και αδιαπέραστη αστική ύλη του τσιμέντου. Η εικαστικός, μέσω των διαφανειών και της ύλης, καλεί τον θεατή να φανταστεί εναλλακτικά πορτρέτα πόλεων και ενώνοντας τα διαδικτυακά της αποτυπώματα να συμπληρώσει τις διαδρομές της. Το στοιχείο της επικάλυψης λειτουργεί ως άλλο υπόμνημα που, μέσω των αλληλεπικαλυπτόμενων σχέσεων φύσης, σώματος, πόλης και ύλης, υπό το πρίσμα του χάρτη, ξεδιπλώνει τα πολλαπλά “διάφανα” επίπεδα προς την οικειοποίηση του τόπου και της ανάμνησης. Τα πυκνά δίκτυα των δρόμων μιας πόλης, οι νευρώσεις των φύλλων, οι χαραμάδες των τοίχων, το έδαφος και τα αποτυπώματα του βαδίσματος ως εγκλωβισμένοι χρόνοι, γίνονται συνθήκες συνώνυμες με κοινή ρίζα τον χρόνο της μνήμης και τη λαβυρινθώδη δομή της.

 

Αναδόμηση
Η Α. αφήνεται στην εμπειρία του να χάνεσαι στην πόλη και περπατώντας συναντά αστικά οικοδομικά και φυτικά υπολείμματα, τα οποία συλλέγει και παρουσιάζει στο έργο “Αναδόμηση”. Τα ίχνη που αφήνουν τα κτήρια, σοβάδες, οικοδομικά υλικά και αποτυπώματα αστικών ζιζανίων, δημιουργούν μικρές συνθέσεις εν είδει οικοδομικών τετραγώνων και τοποθετούνται πάνω σε ένα τραπέζι, ως σύγχρονα αρχαιολογικά ευρήματα. Ο περίπατος του πεζού-καλλιτέχνη γίνεται ένα μέσο ανασκαφής των στρώσεων των πραγματικών και των φανταστικών υλικών και εμπειριών της πόλης. Σε αντιστοιχία και παραλληλισμό με πολεοδομικούς χάρτες και περιπατητικές διαδρομές, το αστικό θραύσμα αναλύεται ζωγραφικά και παρατίθεται αυτούσιο, ενώ το φυτό είτε υπονοείται μέσω του τσιμεντένιου του αποτυπώματος και του σχεδίου του, είτε μεταφέρεται στη γκαλερί ζωντανό, ως ενθύμιο σε κουτί9. Το έργο, σαν μια αποδομημένη σύνοψη της πόλης, παρέχει στον θεατή περιμετρική θέαση και υλικά αρκετά, ώστε, να “αναδομήσει” ένα φανταστικό αστικό τοπίο, παραβλέποντας την φθορά και την παροδικότητα των υλικών και των διαδρομών.

———————————————————————————————————————
1 To 1955 o Γκι Ντεμπόρ, ιδρυτικό μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς, στο άρθρο του Introduction à une critique de la géographie urbaine, ορίζει την ψυχογεωγραφία ως “την ακριβή μελέτη των κανόνων και των ιδιαίτερων επιδράσεων του γεωγραφικού περιβάλλοντος, συνειδητά οργανωμένων ή μη, στα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των ατόμων”. Σύμφωνα με τον θεωρητικό της αρχιτεκτονικής Anthonh Vidler, ψυχογεωγραφία είναι ένα περίπλοκο μείγμα μνήμης, εμπειρίας και χώρου που έγινε δράση από την ομάδα των Καταστασιακών.
2 Η έννοια της χωροθεσίας χρησιμοποιήθηκε από τον Φουκώ στη διάλεξη του στον Κύκλο Αρχιτεκτονικών Ερευνών, στην Τυνησία το 1967, για να περιγράψει την αντίληψη του χώρου και έχει τις ρίζες της στη θεωρία του δομισμού και στην έννοια της δομής. Ο Φουκώ βλέπει τον σύγχρονο χώρο περισσότερο ως θέσεις που υποδέχονται σχέσεις ή ως την ίδια την ενέργεια της χωροθεσίας σχέσεων στον υλικό χώρο. Για να προσεγγίσει μεθοδολογικά το θέμα της χωροθεσίας, ενδεικτικά περιγράφει χωρικές κατηγορίες: μιλάει για τις χωροθεσίες του περάσματος (τους δρόμους, τα τρένα), της προσωρινής στάσης (τα καφέ, τους κινηματογράφους, τις παραλίες), της ανάπαυσης (το σπίτι, το υπνοδωμάτιο, το κρεβάτι κλπ). Η διάλεξη εκδόθηκε με τίτλο Περί αλλοτινών χώρων – Ετεροτοπίες, τον Οκτώβριο του 1984.
3 Ο Charles Baudlaire αντιλαμβάνεται ως “βοτανολόγο του πεζοδρομίου” τον flaneur της εποχής. Μια φιγούρα ενός περιπατητή της μητρόπολης που επεξεργάζεται και παρατηρεί το αστικό τοπίο, συμμετέχοντας σε αυτό ενεργά και αποδίδει την εμπειρία εικαστικά.
4 Μισέλ ντε Σερτώ, Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν, μτφρ. Κική Καψάμπελη, Σμίλη, Αθήνα, 2010, σ. 264
5 Βάλτερ Μπένγιαμιν, Σαρλ Μωντλαιρ. Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, μτφρ. Γιώργος Γκουζούλης, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1994, σ.44
6 Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, μτφρ. Ελένη Βέλτσου -Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή, 6η έκδοση, Χατζινικολή, Αθήνα, 2014, σσ 102
7 Μισέλ ντε Σερτώ, Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν, μτφρ. Κική Καψάμπελη, Σμίλη, Αθήνα, 2010, σ. 258
8 Βλ. παραπάνω, υποσημ. 2
9 Αναφορά στην ταινία επιστημονικής φαντασίας Solaris του Αντρεϊ Ταρκόφσκι (1972)

 

 

Θεωρητική πλαισίωση / Επιμέλεια  Εμμανουέλα Ανδριανάκη